ομοιόθερμος

ομοιόθερμος
-η, -ο (ΑΜ ὁμοιόθερμος, -ον)
αυτός που έχει την ίδια θερμοκρασία σε όλα του τα μέρη
νεοελλ.
ζωολ. (για τα ανώτερα ζώα) αυτός τού οποίου η μέση θερμοκρασία διατηρείται σταθερή ανεξάρτητα από τις μεταβολές τής θερμοκρασίας τού περιβάλλοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)-* + θερμός (πρβλ. ολιγό-θερμος. Η λ. ως επιστημον. όρος τής Νέας Ελληνικής είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. homoiotherm].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θερμόαιμος — η, ο 1. ζωηρός 2. ευέξαπτος, ευερέθιστος 3. ζωολ. λανθασμένος όρος που αναφέρεται σε ζώα τα οποία, ανεξάρτητα από τις μεταβολές τού εξωτερικού περιβάλλοντος, διατηρούν σταθερή τη θερμοκρασία τού σώματος τους, αντί τού ορθού ομοιόθερμος. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • θερμός — Είδος δοχείου που αποσκοπεί στη διατήρηση της θερμοκρασίας των τροφών ή των υγρών που περιέχει. Αποτελείται από ένα γυάλινο δοχείο με διπλά τοιχώματα, ανάμεσα στα οποία δημιουργείται κενό αέρα, και από ένα προστατευτικό κάλυμμα που το περιβάλλει …   Dictionary of Greek

  • ομοι(ο)- — [ΑΜ ὁμοι(ο) ] α συνθετικό πολλών λέξεων που ανάγεται στο επίθ. ὅμοιος και δηλώνει ότι το β συνθετικό είναι όμοιο με κάτι άλλο ή γίνεται ή βρίσκεται ή τίθεται με τρόπο όμοιο με κάτι άλλο. ΣΥΝΘ. ομοιοβαρής, ομοιογενής, ομοιόγραφος, ομοιογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • ομόθερμος — η, ο ομοιόθερμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. homothermous < ομ(ο) * + θερμός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”